Ο Δημήτριος Πικιώνης, Έλληνας αρχιτέκτονας, πολιτικός μηχανικός, ζωγράφος, φιλόσοφος, στοχαστής, καθηγητής του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Αθηνών και ακαδημαϊκός, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Ελληνικής και της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1887 στον Πειραιά από Χιώτες γονείς και πέθανε στις 27 Αυγούστου 1968 στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε με την Αλεξάνδρα Αναστασίου, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά.
Ο Πικιώνης παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του,τον Πειραιά και το 1903 αποφοίτησε από το Α’ Γυμνάσιο Πειραιώς, όπου είχε καθηγητή τον Ιάκωβο Δραγάτση, έναν άνθρωπο που τον επηρέασε βαθιά, ενώ φίλος και συμμαθητής του ήταν ο μετέπειτα στρατηγός Δημήτριος Μπότσαρης, ο εξάδελφός του Λάμπρος Πορφύρας και οι Παύλος Νιρβάνας, Γεώργιος Λαμπελέτ, Σπύρος Μελάς και Στ. Μηλιάδης. Σπούδασε από το 1904 πολιτικός μηχανικός, τότε δεν υπήρχε Σχολή Αρχιτεκτονικής, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, όπου ως πρωτοετής γνωρίστηκε κι έγινε φίλος με τους Περικλή Γιαννόπουλο, Αναστάσιο Ορλάνδο, Δημήτριο Καμπούρογλου, Giorgio De Chirico , Γιώργο Μπουζιάνη και Ιωσήφ Πεσταρίνη. Παράλληλα παρακολουθούσε και τη σχολή Καλών Τεχνών, καθώς η πραγματική του επιθυμία, ήταν να ασχοληθεί με τη ζωγραφική , και όχι με την αρχιτεκτονική, ενώ το 1906 έγινε ο πρώτος μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη και συνοδός του όταν ζωγράφιζε στο ύπαιθρο και νιώθει ευτυχισμένος γιατί βρήκε «…έναν παιδευτή, έναν δάσκαλο στην τέχνη…». Το 1908 αποφοίτησε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με το πτυχίο του Πολιτικού Μηχανικού. Με την προτροπή του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Περικλή Γιαννόπουλου που μεσολάβησαν γι’ αυτό στον πατέρα του , το 1908 παρακολούθησε μαθήματα ελεύθερου σχεδίου και γλυπτικής στο Μόναχο και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου σπούδασε σχέδιο και ζωγραφική στην «Académie de la grande Chaumiére» και στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα G. Chifflot, όπου παρακολούθησε το μάθημα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στην «École des Beaux Arts» και ήρθε σε επαφή με τα νεότερα ευρωπαϊκά ρεύματα της ζωγραφικής και του σχεδίου.
Το 1925 έγινε έκτακτος καθηγητής του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής και πέντε χρόνια αργότερα μονιμοποιήθηκε, ενώ συνέχισε να διδάσκει έως το 1958. Εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην Έδρα της Αρχιτεκτονικής το 1966, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, στις 28 Αυγούστου 1968.
Η μορφή και η συμπεριφορά του ως δασκάλου ήταν εντυπωσιακή όπως δηλώνουν οι μαθητές του.Έπαρση δεν είχε καθόλου, χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι ρωτούσε ακόμη και τους φοιτητές του για τα προβλήματα που τον απασχολούσαν, ενώ παροιμιώδης ήταν η τελειομανία του. Όσο για το μάθημα ο αρχιτέκτονας Γιώργος Κανδύλης λέει: «Πρόγραμμα δεν υπήρχε στη Σχολή και ποτέ δεν ξέραμε το περιεχόμενο του μαθήματος.Και όταν ο Πικιώνης απόκανε να κάνει τον καθηγητή ή να μένει κλεισμένος στην τάξη,μας έλεγε στη μέση του μαθήματος:“Δεν αισθάνομαι πολύ καλά, αν θέλετε βγαίνουμε στον δρόμο και περπατάμε λίγο”και τότε η παράδοση γινόταν στον δρόμο!».
Από την άλλη, αυτός ο οπαδός της περιπατητικής σχολής ήταν και ο μόνος αρχιτέκτονας καθηγητής που έχτιζε δίχως να τοποθετεί την ταμπέλα του, αν και συζητιόταν περισσότερο από όλους.
Χρησιμοποίησε τα υλικά- φυσικά ή τεχνητά, παραδοσιακά ή σύγχρονα- με μια νοοτροπία χειροτεχνική, όπως λέει ο αρχιτέκτονας και μαθητής του κ. Δημήτρης Αντωνακάκης. Το υλικό ήταν εκείνο που τον οδηγούσε, καθώς και ο μάστορας που το χειριζόταν.
Ο Δημήτρης Πικιώνης δεν ήταν μόνο αρχιτέκτονας, αλλά ένας πνευματικός άνθρωπος με μεστή την έννοια του όρου. Πέρα από τη ζωγραφική που ήταν το πάθος του, ασχολήθηκε πολύ με τη φιλοσοφία και την ποίηση, καθώς είχε και τα ανάλογα ερεθίσματα από το οικογενειακό του περιβάλλον όντας πρώτος εξάδελφος του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα αλλά και φίλος του Κόντογλου, του Παπαλουκά, του Λορεντζάτου.
Στο διάστημα από το 1935 έως το 1937 εξέδωσε μαζί με τον φίλο του ζωγράφο, Χατζηκυριάκο Γκίκα, το καλλιτεχνικό περιοδικό, «3ο Μάτι».
Η ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία επηρέασε βαθιά την αρχιτεκτονική του οπτική, καθώς πίστευε ότι υπάρχει μια οικουμενική παράδοση που πρέπει να συντίθεται με το εθνικό πνεύμα. «Μια ενιαία παράδοση του πλανήτη που απλώνεται από την Ανατολή στη Δύση και από τον Βορρά στη Μεσημβρία», όπως ανέφερε σε σημειώσεις του για ομιλία στην Ακαδημία Αθηνών.
Το λιθόστρωτο που οδηγεί στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαδιάρη στον λόφο του Φιλοπάππου και το εκκλησάκι, όπως και ο περίπατος που περικλείει την Ακρόπολη, είναι έργα του σπουδαίου αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, που αγαπούσε τη ζωγραφική ίσως και περισσότερο από την επιστήμη του. Χαρακτηριστικά του έργα εκτός από τη διαμόρφωση χώρων γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου,ο Αγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης και το Τουριστικό Περίπτερο Φιλοπάππου, Παιδική Χαρά λεωφόρος Ελ. Βενιζέλου στη Φιλοθέη ,Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια- Λυκαβηττός ,Οικία Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, Γρυπάρη 1 – Κυπριάδου, Οικία Ποταμιάνου, Νιόβης και Β. Παύλου 1 – Φιλοθέη, Πολυκατοικία, Χέυδεν 27-Πλατεία Βικτωρίας, Οικία Σταματοπούλου, Αγίας Λαύρας και Λασκαράτου – Πατήσια, Ξενοδοχείο «Ξενία» των Δελφών ,Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.
Μία από τις περίφημες ρήσεις του Δημήτρη Πικιώνη είναι : «Λίγο περισσότερη ανθρωπιά, βαθύτερη νόηση και ψυχική ευαισθησία και αλλάζουν όλα, από την αρχική στάση ως τις λεπτομέρειες».