Δόθηκε στη δημοσιότητα η ετήσια έκθεση του ΣΕΠΕ, του ΟΑΕΔ και του ΕΦΚΑ για τα χαρακτηριστικά της απασχόλησης στη χώρα.
Η μελέτη των στοιχείων της έκθεσης αναδεικνύει ότι παρά τη βελτίωση η κατάσταση της αγοράς εργασίας παραμένει δύσκολη και η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει συνθήκη χαμηλών αποδοχών και ελαστικών σχέσεων εργασίας.
Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας το 63,74% των εργαζομένων, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, έχει μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1000 ευρώ, με μια μικρή βελτίωση από το περσινό 64,4% .
Μάλιστα το 47,97% έχει μηνιαίες αποδοχές κάτω των 800 ευρώ, πάλι με μια βελτίωση σε σχέση με το περσινό 51,13%.
Ταυτόχρονα, ένα 20,46% έχει αποδοχές που είναι κάτω των 500 ευρώ, πάλι σε βελτίωση σε σχέση με το περσινό 22,13%.
Σημειώνουμε εδώ ότι φέτος είχαμε και την αύξηση του κατώτατου μισθού, που συνέβαλε στην αύξηση των κατώτατων αποδοχών, ενώ σε μια σειρά από κλάδους είχαμε νέες συλλογικές συμβάσεις μετά από καιρό.
Ωστόσο είναι προφανές ότι με δεδομένο ότι σε πάρα πολλά προϊόντα έχουμε καταναλωτικές τιμές ανάλογες με αυτές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και ότι έχει αρχίσει στα αστικά κέντρα να εμφανίζεται μια αυξητική τάση στο κόστος στέγασης, δύσκολα μπορούμε να θεωρήσουμε σημάδι ευημερίας ότι σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι έχουν μισθούς έως 800 ευρώ και η πλειοψηφία τους είναι κάτω από τα 1000 ευρώ.
Ανάλογα είναι και τα μηνιαία στοιχεία του ΕΦΚΑ που δείχνουν ότι τον Μάιο του 2019 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα (σημειώνουμε ότι τα στατιστικά στοιχεία πάντα αναφέρονται σε μικτές αποδοχές) είναι 950,26 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος Εργάνη το 69,2% των μισθωτών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου εργάζεται με πλήρη απασχόληση (άνω των 35 ωρών την εβδομάδα), ενώ το 30,8% με σχέση μερική απασχόληση. Μάλιστα, το 18,28% των εργαζομένων απασχολείται έως 20 ώρες την εβδομάδα.
Η διατήρηση ενός υψηλού ποσοστού μερικής απασχόλησης φαίνεται να παγιώνεται. Μάλιστα εάν δούμε τα μηνιαία στοιχεία για την απασχόληση που δίνει το σύστημα Εργάνη, θα διαπιστώσουμε και έναν βαθμό «ανακύκλωσης» αυτών των θέσεων. Δηλαδή, έχουμε ένα υψηλό ποσοστό ανθρώπων που εργάζονται, απολύονται επαναπροσλαμβάνονται κυρίως σε τέτοιες θέσεις απασχόλησης. Το πρώτο ενδεκάμηνο του 2019 σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας είχαμε 45,3% νέες προσλήψεις σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, 42,48% σε θέσεις μερικής απασχόλησης και 12,22% σε θέσεις εκ περιτροπής εργασίας. Με αυτά τα δεδομένα δύσκολα μπορεί να υποχωρήσει το σημερινό υψηλό ποσοστό μερικής απασχόλησης.
Η υποχώρηση της ανεργίας από το 2014 και μετά έχει οδηγήσει σε μια σημαντική μείωση του ποσοστού είναι 11% μικρότερο από την κορύφωση του 27,8% στα τέλη του 2013.
Όμως , το ποσοστό ανεργίας 16,8% που καταγράφηκε το Σεπτέμβριο παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι αναλογεί σε σχεδόν 800.000 ανέργους, έναν αριθμό που κάποτε θα τον θεωρούσαμε ισοδύναμο με κοινωνική καταστροφή.
Και μπορεί σήμερα να μην αντιμετωπίζουμε της συνθήκη του 2014 όταν η ανεργία των νέων έως 24 ετών ξεπερνούσε το 50%, όμως ακόμη και το 32,4% ποσοστό ανεργίας των νέων που καταγράφηκε το Σεπτέμβριο παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και δείχνει την ύπαρξη πραγματικών εμποδίων στην είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας.
Παρά την τυπική ισότητα η έκθεση αποτυπώνει ότι διατηρείται έντονη ανισότητα ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες.
Καταρχάς υπάρχει άνιση συμμετοχή στην απασχόληση. Το 53,37% των εργαζομένων είναι άνδρες και το 46,63% είναι γυναίκες.
Όμως, η ανισότητα δεν περιορίζεται εδώ. Εάν δούμε τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, θα διαπιστώσουμε ότι το ποσοστό μερικής απασχόλησης στις γυναίκες είναι σημαντικά υψηλότερο των ανδρών. Το 24,3% των ανδρών ασφαλισμένων είναι σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών φτάνει το 33,5%.
Πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, η ανισότητα είναι και μισθολογική. Τον Μάιο του 2019 ο μέσος μισθός των ανδρών ασφαλισμένων ήταν 1032,64 ευρώ και των γυναικών 857,90 ευρώ, ενώ το μέσο ημερομίσθιο ενός άνδρα ήταν 48,44 ευρώ και μιας γυναίκας 44,83 ευρώ.
Τα στοιχεία του συστήματος Εργάνη είναι αποκαλυπτικά και τη διάρθρωση της απασχόλησης και ουσιαστικά την διάρθρωση της ίδιας της ελληνικής βιομηχανίας.
Πρώτος κλάδος το λιανικό εμπόριο, που απασχολεί το 13,28% των εργαζομένων, δεύτερος κλάδος οι δραστηριότητες εστίασης, που απασχολεί το 11% των εργαζομένων, τρίτος κλάδος το χονδρικό εμπόριο, που απασχολεί το 9,82%, τέταρτος κλάδος η εκπαίδευση, που απασχολεί το 4,8% (αναφερόμαστε στους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου και δεν περιλαμβάνεται το προσωπικό της δημόσιας εκπαίδευσης). Μόλις στην πέμπτη θέση βρίσκουμε έναν κλασικό βιομηχανικό κλάδο, τη βιομηχανία τροφίμων, που απασχολεί το 4,59% των εργαζομένων.
Παρότι συχνά οι στατιστικές κατηγορίες που κατατάσσονται στο εμπόδιο ή στις υπηρεσίες περιλαμβάνουν και παραγωγικές δραστηριότητες, τα στοιχεία της απασχόλησης δείχνουν ακριβώς την υποχώρηση της απασχόλησης σε παραγωγικούς και βιομηχανικούς κλάδους, που είναι μια διαχρονική τάση που επιτάθηκε. Αποτυπώνεται η επίσης η ειδική βαρύτητα του τουρισμού (πέραν των υπηρεσιών εστίασης, έχουμε και τα καταλύματα να απασχολούν το 2,94% των εργαζομένων στη χώρα).
Ωστόσο, η στροφή της ελληνικής οικονομίας, ως προς τη δομή της απασχόλησης, ακόμη περισσότερο προς το εμπόριο και τις υπηρεσίες έχει επιπτώσεις και στην απασχόληση. Είναι προφανές ότι όσο αποκτούν βαρύτητα κλάδοι σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας στους οποίους το κόστος εργασίας είναι καθοριστικός παράγοντας, ακόμη και ένα έχουμε αύξηση της απασχόλησης, δεν έχουμε σημαντική βελτίωση της μισθολογικής θέσης των εργαζομένων και αυτό με τη σειρά του θα αποτελεί και όριο στην όποια αναπτυξιακή δυναμική.