Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αυτή συνεχίζει να «βασιλεύει» στην Ελλάδα καθώς εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά ποσοστά. Συγκεκριμένα, δύο στους τρεις εργαζόμενους στη χώρα δηλώνουν λιγότερα από το πραγματικό τους εισόδημα, ή ακόμη και τίποτα όπως προκύπτουν από τα στοιχεία του ερευνητικού εταίρου της Τράπεζας της Ελλάδος, Στέφεν Χαλ σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη, ο μέσος όρος της οικονομικής δραστηριότητας που δεν καταγράφεται περιορίζεται στο 19%.
Δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο. Με βάση έρευνα της δεκαετίας του ’90, η «φορολογική ηθική» των Ελλήνων κατατασσόταν στις τέσσερις χαμηλότερες θέσεις σε λίστα 26 χωρών.
Επιπλέον, με δεδομένο ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα είναι περισσότερο διεφθαρμένος συγκριτικά με κάθε άλλο κράτος-μέλος στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια, οι Έλληνες είναι ακόμη πιο διστακτικοί να δείξουν συνέπεια στις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος.
Η Ελλάδα έχει υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολουμένων, γεγονός που διευκολύνει τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Και τα κίνητρα για τους Έλληνες είναι ισχυρά καθώς οι κρατικές εισφορές αναλογούν στο 43% του συνολικού κόστους εργασίας αντί του 26% που είναι ο μέσος όρος στον πλούσιο κόσμο. Η παραοικονομία, κατά συνέπεια, περιορίζει τη φοροεισπρακτική δυνατότητα της κυβέρνησης.
Πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, η χώρα μπορούσε να μειώσει το ύψος του χρέους της μέσω αύξησης του πληθωρισμού. Σήμερα όμως αυτή η επιλογή είναι ανύπαρκτη, καθώς η νομισματική πολιτική όλης της Ευρωζώνης χαράσσεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η παραοικονομία πλήττει, επίσης, την ανάπτυξη.
Η παραγωγικότητα των «γκρίζων» εταιρειών επηρεάζεται, διότι δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε δανεισμό. Και οι μη παραγωγικές εταιρείες πληρώνουν χαμηλούς μισθούς.