Κατίνα Παξινού: Εκ Πειραιώς ορμώμενη, διεθνής!

Φαινόμενο μοναδικό για το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, η Kατίνα Παξινού αγάπησε με πάθος τη ζωή και τις τέχνες, αναγνωρίστηκε ακόμη και από το Χόλιγουντ και έγινε η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ.

Χαρακτηριστική η περιγραφή του Αλέξη Μινωτή, δεύτερου συζύγου της:«H Kατίνα! Σαράντα τόσα χρόνια μαζί από το σπίτι στο θέατρο, από το θέατρο στο σπίτι και ποτέ δεν είπα πως την ήξερα ολότελα. Aνανεωνόταν με τέτοια ραγδαιότητα από ώρα σε ώρα που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές απ’ όπου ανάβλυζε η τόση νεότητα. Λέω και πιστεύω από την αθωότητα, τη σύμφυτη με τη δημιουργική ευφυΐα. Aπλή, ακατάστατη, απρόοπτη, εξαντλητική στη διαρκή της ένταση, στην παιδική της τρυφερότητα και αραιά και πού στη στοχαστική της ηρεμία, λες και μάζευε δυνάμεις για να ξαναρχίσει τον πετροπόλεμο. Έτσι έμεινε έως το τέλος. Aθώα, με ψυχή πανέξυπνη, πάμπλουτη σε φαντασία, μαχητική, σκορποχέρα, μεγαλοφυής στην τέχνη της εσωτερικής μεταμόρφωσης, μεγάλη ηθοποιός, μα πιο πολύ απ’ όλα αθώα σαν τους γεννημένους ποιητές».

Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου-Παξινού, μεγάλη ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου και μουσικός, γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά και πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1973, στην Αθήνα.
Καταγόταν από το Άργος και ήταν δευτερότοκη κόρη, από τα έξι παιδιά, του επιχειρηματία Βασίλη Κωνσταντόπουλου, αλευροβιομήχανου του Πειραιά,και της Ελένης Μαλανδρίνου. Αδελφές της ήταν η λογοτέχνης Μαρία Κωνσταντοπούλου-Ράλλη, σύζυγος του πολιτικού Περικλή Ράλλη, η Αθηνά Κωνσταντοπούλου-Δηλαβέρη σύζυγος του Κρίτωνα Δηλαβέρη και η μουσικός Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου. Παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Χιλλ, στη Σχολή Καλογραιών της Τήνου και στη συνέχεια εσωτερική, σε σχολείο της Ελβετίας και στο Consevatoire της Γενεύης, από όπου αποφοίτησε το 1917, με τιμητικές διακρίσεις.

Παντρεύτηκε το 1917 με τον επιχειρηματία Γιάννη Παξινό, απέκτησαν δύο κόρες, την Έθελ και την Ιλεάνα και χώρισαν το 1923, ενώ τον το Μάρτιο του 1940, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο, με τον επίσης ηθοποιό Αλέξη Μινωτή

Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως ηθοποιός του λυρικού θεάτρου, στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου, έργο γραμμένο για την ίδια. Το 1929, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Γυμνή Γυναίκα».
Το 1930, με τον Αιμίλιο Βεάκη και τον σύζυγό της Αλέξη Μινωτή, συγκροτεί θίασο, ο οποίος παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Ο Πατέρας» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχοφ. Συνέχισε παράλληλα τις μουσικές σπουδές της στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, τη Βιέννη και το Βερολίνο.

Ο Αλέξης Μινωτής ήταν εκείνος που την έπεισε να εγκαταλείψει την μουσική και να στραφεί στο αρχαίο δράμα.

Η πρώτη εμφάνισή της στο θέατρο ήταν το Δεκέμβριο του 1928, στο έργο «Γυμνή γυναίκα» του Henri Bataille, στο πλάι της Μαρίκας Κοτοπούλη και αμέσως καθιερώθηκε ως πρωταγωνίστρια του δραματικού ρεπερτορίου.

Από το 1931 μέχρι το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Η μουσική ιδιοσυγκρασία και παιδεία της Κατίνας Παξινού, καθώς και οι απεριόριστες δυνατότητες της φωνής της, η έμφυτη αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας, ο καίριος λόγος της και η αυθόρμητη κίνησή της, έδιναν στις ερμηνείες της ένα μοναδικό ύφος και μια εξαιρετική ποιότητα.
Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου εμφανίστηκε στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της «Ηλέκτρας» στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, τη Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εμφανίζεται στο θέατρο «Μπροντγουαίη» και ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο με τους οποίους κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση. Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στη Νέα Υόρκη, στη Γερμανία και στο Παρίσι. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο «Κοτοπούλη». Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του Αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου.
Ανάμεσα σ’ αυτά «Εκάβη», «Μήδεια», «Φοίνισσες» και «Βάκχες» του Ευριπίδη, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’ Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. Το 1968, μετά τη θητεία της στο Εθνικό Θέατρο, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους.
Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα μετονομάστηκε σε Θέατρο «Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σoν Ο’ Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει, στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη της επιτυχία, ως «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ.

Με τον Αλέξη Μινωτή συνετέλεσαν το 1954, στην καθιέρωση των Επιδαυρίων.

Εκτός από τη θεατρική της σταδιοδρομία, η Κατίνα Παξινού ερμήνευσε μεγάλους ρόλους στη μεγάλη οθόνη, σε ταινίες αμερικανικές και ευρωπαϊκές. Για την ερμηνεία της στο έργο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», της απονεμήθηκε το 1944 το βραβείο Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπιάριτς για την ερμηνεία της στην ταινία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Η Κατίνα Παξινού, εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο’ Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952. Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α` και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλα Ντ’ Εστέ».

H Kατίνα Παξινού δεν ήταν μόνο η πρώτη (και μοναδική) Eλληνίδα που πήρε Όσκαρ. Ήταν η πρώτη μη Aμερικανίδα ηθοποιός που κέρδιζε Όσκαρ. H επιτυχία της ήταν εκπληκτική, ιδίως επειδή είχε βρεθεί στην Aμερική από ένα παιχνίδι της μοίρας κι όχι επειδή είχε βάλει σκοπό να κάνει καριέρα. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος βρισκόταν στο Λονδίνο όπου εμφανιζόταν στο θέατρο και καθώς ο δρόμος της επιστροφής στην Eλλάδα ήταν κλειστός πήγε στην Aμερική, ταξιδεύοντας μάλιστα με ένα αντιτορπιλικό. Πολύ γρήγορα πήρε τον ρόλο στην ταινία του Σαμ Γουντ «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα του Xέμινγουεϊ. Aυτή η πρώτη της κινηματογραφική ταινία της έδωσε και το Όσκαρ! Tην ώρα της απονομής, τους πρώτους που αναφέρει είναι τους ηθοποιούς του Eθνικού

Ο δεσμός της με τον Πειραιά ήταν πάντοτε στενός όπως η ίδια περιγράφει:
“Εμείς οι Πειραιώτες, όσο και ν΄ αλλάξουμε τόπο και κατοικία, όσο και να ξενιτευτούμε, έχουμε πάντα ένα επίμονο, αλλά αγαθό τοπικιστικό αίσθημα, που κρατάει τις παιδικές αναμνήσεις μας έντονες και ακέραιες. Και όχι μόνο τις παιδικές αναμνήσεις παρά και μιά δικαιολογημένη και ζωηρή πάντα υπερηφάνεια για την πρόοδο και την δραστηριότητα του μεγάλου επινείου στις ποικίλες του επιδόσεις, είτε εμπορικές, ναυτιλιακές και βιομηχανικές είτε καλλιτεχνικές.

ΚάΘε φορά που μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω στον Πειραιά, μια συγκίνηση αλλοιώτικη, μια ανυπόμονη τρυφερότητα, μια λαχτάρα και μια τρεμάμενη νοσταλγία με φέρνει στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου, που αντικρίζει το πατρικό μας σπίτι, αλλοίμονο σε ξένα χέρια τώρα στην οδό Γεωργίου Α΄.

Σαν παιδί το ΄βλεπα αυτό το θέατρο πρωί, μεσημέρι, βράδι σαν ένα καλό γείτονα, έναν αρχοντικό Πειραιώτη φιλοπρόοδο σαν τον πατέρα μου ή σαν ένα πολύπειρο φαροφύλακα να μου μειδιά προστατευτικά, φιλόφρονα, μα και κάπως ανήσυχα για το ανύποπτο λες τότε μέλλον που μου επεφύλασσε αυτές τις περιπετειώδεις μακροτάξιδες περιπλανήσεις σε ηλιόφωτες μέρες και σ΄ αστροφεγγιές και σιφούνια στα πέλαγα του τρομερού κι ευλογημένου θεατρικού επαγγέλματος.

Ο Πειραιάς μου μένει αλησμόνητος και τώρα σπάνια τον βλέπω, σαν κάποτε μπαρκάρω ή ξεμπαρκάρω για τα ξένα ή απ΄ τα ξένα στο λιμάνι του, σαν να γυρίζω τιμωρημένη απ΄ το σχολείο στ΄ αγαπημένο σπίτι, με λυμένη την κατσαρή πλεξούδα και την τσάντα ξεκλείδωτη και χοίνουσα και με πάντα χαμένο, ένα μολύβι, μια πλάκα σπασμένη, ή τώρα πια μια βαλίτσα, ένα παλτό και ένα δύο χρόνια ζωής που πάνε, φεύγουν και περνούν.

Σαν ξεμακραίνω για καιρό απ΄την Ελλάδα, η μνήμη του λιμανιού, του παλιού, όπως ήταν στα παιδικά μου, μ΄ ακολουθεί έτσι ανάλλαχτα, γαλήνια και γλυκύτατα πειθαρχημένα σαν θαλασσογραφία του Βολωνάκη ή σαν ένας βουρκωμένος στίχος του Πορφύρα, του Νιρβάνα ένα χαρούμενο γεμάτο σκώμμα και ποίηση χρονογράφημα ή ένα “κόκκινο πουκάμισο” του Σπύρου Μελά.

Με τον αξέχαστο Αιμίλιο Βεάκη, Πειραιώτη και αυτόν γέννημα και θρέμμα, καμαρώναμε -θυμάμαι- για το μικρό μα πλούσιο αυτό πάνθεο των Πειραιωτών διασήμων καλλιτεχνών, ποιητών και λογογράφων κι έτσι λες κι εμείς από φιλότιμο μην υστερήσουμε βάλαμε τα δυνατά μας, μεγάλος ηθοποιός αυτός, αρχάρια σχεδόν εγώ, πολιορκώντας τη φήμη από το αδύνατο ακόμα τότε οχυρό του Θεάτρου.

Ο Σπύρος Μελάς στάθηκε πολλές φορές σύντροφος και συμπολεμιστής στο οχυρό αυτό. Έγραψε έργα θεατρικά που άφησαν εποχή και τόνωσαν την πρωτοβουλία και την δημιουργικότητα των νεωτέρων θεατρικών συγγραφέων και συγκίνησαν το κοινό. Η ποικίλη δράση του στο Ελληνικό Θέατρο, παράπλευρα με την λογοτεχνική του αξία τον τοποθετούν στην κορυφή των διαλεκτών Πειραιωτών του πνεύματος….

Τώρα πια τον Πειραιά τον βλέπουμε αργά και που. Κι όμως ο Πειραιάς, όσο κι αν άλλαξε παραμένει αυτό που ήταν για μας πάντα. Το λίκνο και ο παλαιός φίλος”.
(Πειραιεύς και τέχνη της Κατίνας Παξινού, από το Ημερολόγιο του Διονύσιου Πανίτσα).

H Kατίνα Παξινού έφυγε σαν σήμερα στις 22 Φεβρουάριου του 1973. Mαζί της χάθηκαν πολλά πρόσωπα, όπως το εκφράζει στο αποχαιρετιστήριο κομμάτι του για τη «Nέα Eστία», ο Παναγιώτης Kανελλόπουλος: «Όταν φεύγει μια μεγάλη ηθοποιός φεύγουν όλα τα πρόσωπα που είχε εκείνη ενσαρκώσει. H αθέατη αυτή συνοδεία προσώπων έχει κάτι το ιερό και ανατριχιαστικά μυστηριακό. Tο αισθάνθηκα για πρώτη φορά ιδιαίτερα όταν είδα να οδηγείται στην τελευταία της κατοικία η Kατίνα Παξινού. Έκλεισα μια στιγμή τα μάτια μου και είδα να τη συνοδεύουν και να φεύγουν για πάντα μαζί της η Hλέκτρα, η Eκάβη και η Mπερνάρντα Aλμπα, η Iοκάστη και η Aννα Kρίστι, η Aτοσσα και η Πιλάρ, η Φαίδρα και η Eντα Γκάμπλερ, η Hλέκτρα, η Mήδεια και η Mάνα Kουράγιο και άλλες μορφές που έτσι όπως τις είχε ενσαρκώσει η Kατίνα δεν πρόκειται ποτέ πια να περπατήσουν πάνω στη Γη».

About kymaeditor

Check Also

35ος Βαρτζάκειος Αγώνας Δρόμου στον Πειραιά

Tην Κυριακή 2 Απριλίου 2023, θα διεξαχθεί ο  35ος Βαρτζάκειος Αγώνας Δρόμου από τον Σύλλογο Δρομέων Υγείας …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *