Του Γιώργου Γεωργολόπουλου
Πόλεμοι, ναυμαχίες και ανεξαρτησίες έχουν αφήσει το στίγμα τους όχι μόνο στην Ιστορία, αλλά και στον βυθό των θαλασσών ανά τον κόσμο. Είμαστε στον Πειραιά και συγκεκριμένα στο Ελληνικό Κέντρο Καταδύσεων, όπου συναντήσαμε τον δύτη κ. Κώστα Νιζάμη, με αφορμή ένα μοναδικό εύρημα-ναυάγιο στηνΤζέντα της Σαουδικής Αραβίας, στο αρχαιότερο λιμάνι της χώρας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Εκεί ήταν η πρώτη είσοδος για τους προσκυνητές της Μέκκας. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Ήταν στα μέσα του 2004, όταν στο επίνειο Κορφούντα αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένας μόλος κυρίως για τους ψαράδες της περιοχής. Οι εργασίες ξεκίνησαν και οι δύτες της περιοχής ανακάλυψαν κάτι το μοναδικό. Σε βάθος οκτώ περίπου μέτρων, βρέθηκε χωμένο στην άμμο ένα τουρκικό πολεμικό-εμπορικό πλοίο, το οποίο είχε βουλιάξει το 1904, την περίοδο δηλαδή που η Αραβία ανεξαρτητοποιήθηκε από τον οθωμανικό ζυγό και μετονομάστηκε σε Σαουδική Αραβία. Αφού συνειδητοποίησαν από το κομμάτι που εξείχε πως επρόκειτο για ναυάγιο, καθώς φαινόταν μόνο ένα μικρό μέρος που δεν είχε βουλιάξει στην άμμο, το υπουργείο Πολιτισμού έδωσε εντολή να «παγώσουν» οι εργασίες και να ανασυρθεί πρώτα αυτό το άγνωστο μέχρι τότε «κουφάρι».
Ο κ. Κώστας Νιζάμης με την ομάδα του πρωταγωνίστησαν στην ανασκαφή-ανέλκυση του πλοίου στα μέσα του 2010. Ο λόγος που αποφάσισαν να καλέσουν Έλληνες ήταν επειδή ο ίδιος ο δύτης και η ομάδα του έχουν ταξιδέψει κυριολεκτικά σε ολόκληρο τον κόσμο ανασύροντας ναυάγια, με αποτέλεσμα το όνομά τους να έχει φτάσει και στα πιο μακρινά σημεία του πλανήτη μας. Όπως μας είπε ο ίδιος: «Είμαι δύτης 40 χρόνια και έχω ερευνήσει-ανελκύσει έναν μεγάλο αριθμό ναυαγίων με την ομάδα μου, ανάμεσά τους και τα πιο ξακουστά ελληνικά, όπως το ‘‘ Σάμινα’’, το ‘‘Κωστάκος’’ και τόσα άλλα».
Το εύρημα-ναυάγιο στην Τζέντα είναι κάτι το μοναδικό, όπως μας λέει ο ίδιος, καθώς επειδή είχε γύρει από την αριστερή του πλευρά, με αποτέλεσμα να βυθιστεί στην άμμο σχεδόν ολόκληρο, τα αντικείμενα που βρέθηκαν και ανασύρθηκαν από το πλοίο ήταν σε άριστη κατάσταση.
Το συγκεκριμένο βαπόρι κατασκευάστηκε γύρω στο 1840, από μία εταιρεία με έδρα τη Μεγάλη Βρετανία, απ’ όπου το αγόρασε το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό. Ήταν εμπορικό-πολεμικό πλοίο, με άλλα λόγια βοηθούσε και στη μεταφορά εξοπλισμού και εμπορευμάτων. Ωστόσο, σε δύο σημεία (πλώρη, πρύμνη) είχε και κανόνια, για να μπορεί να απωθεί τυχόν πειρατές ή εχθρούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το μήκος του έφτανε τα 60 μέτρα, ενώ το φάρδος τα 9 μέτρα. Σύμφωνα με το φωτογραφικό υλικό και την εμπειρία του κ. Νιζάμη, το τουρκικό βαπόρι ήταν μία φοβερά γερή κατασκευή και όπως ο ίδιος ανέφερε «για την εποχή του ήταν υπερσύγχρονο, φτιαγμένο από ξύλο και με μία μπρούτζινη επένδυση, που το έκανε φοβερά ανθεκτικό στη διάβρωση». Ήταν διώροφο, με χωρητικότητα 150 ατόμων και στο κάτω μέρος στεγάζονταν λέβητες (καζάνια), όπου έμπαινε το γλυκό νερό για να φτάσει στη συνέχεια σαν ατμός στη μηχανή. Εκτός από την παλινδρομική ατμομηχανή, οι δύτες ανακάλυψαν και κατάρτια, πράγμα το οποίο δείχνει πως χρησιμοποιούνταν πανιά στα ταξίδια του και μόνο σε περίπτωση μάχης τη μηχανή. Δίπλα του βρέθηκε και μία υδροφόρα, την οποία ρυμουλκούσε μαζί του και από εκεί ανεφοδιαζόταν με γλυκό νερό για τη μηχανή, καθώς το νερό ήταν δυσεύρετο.
Ποια ήταν, όμως, η αιτία που βρέθηκε χωμένο στην άμμο; Όπως ο ίδιος μας εξήγησε: «Για κάποιον λόγο, η δεξιά άγκυρα είχε κοπεί, με αποτέλεσμα το πλοίο να γείρει προς τα αριστερά και να αρχίσει σιγά-σιγά να βυθίζεται στον μαλακό πυθμένα. Ανθρώπινα οστά δεν βρέθηκαν και αυτό μας οδήγησε στο συμπέρασμα πως το πλοίο εγκαταλείφθηκε είτε από μάχη είτε από κάποιο άλλο πρόβλημα».
Οι διάφορες ομάδες δυτών, ανάμεσά τους και το Ελληνικό Κέντρο Καταδύσεων, ανακάλυψαν μία ανέπαφη κυριολεκτικά αποθήκη πυρομαχικών, τα οποία έφεραν την τουρκική γλώσσα και το σήμα του Πολεμικού Ναυτικού των Οθωμανών.
Τα συγκεκριμένα πυρομαχικά εστάλησαν για καταστροφή. Προσωπικά αντικείμενα, κουζινικά σκεύη, οπλισμός, όπως ξίφη και όπλα, αλλά ακόμα και τα γραφεία που στεγάζονταν στο πλοίο, ήταν όλα σε άριστη κατάσταση, καθώς, όντας θαμμένα κάτω από την άμμο, είχαν υποστεί τη μικρότερη δυνατή διάβρωση. Αυτός είναι και ο λόγος που κάνει το συγκεκριμένο ναυάγιο μοναδικό, αλλά και η αιτία που η χώρα αποφάσισε να το ανελκύσει και όχι μόνο. «Οι Άραβες ήταν ενθουσιασμένοι με την ανακάλυψη και θέλησαν όχι μόνο να το ανασύρουν από τον βυθό, αλλά και να το εκθέσουν στο κοινό. Έτσι, το πλοίο κόπηκε προσεκτικά σε πολλά κομμάτια (14 στο σύνολο), για να συγκολληθεί ξανά και να μπει σε κάποιον μουσειακό χώρο, με στόχο να προσελκύσει επισκέπτες» ανέφερε ο έμπειρος δύτης, ο οποίος χαρακτήρισε ως ευαίσθητη τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Η ανασκαφή και η ανέλκυση διήρκησαν δύο χρόνια(2010-2012) και οι εργασίες έγιναν υπό την επιτήρηση του υπουργείου Πολιτισμού της Σαουδικής Αραβίας.
Το ανανεωμένο πλέον βαπόρι αναμένεται να στεγαστεί σύντομα σε έναν χώρο, όπου τουρίστες, και όχι μόνο, θα μπορούν να το επισκεφτούν, να το θαυμάσουν από κοντά και να γνωρίσουν τη ναυπηγική τέχνη του 19ου αιώνα.
Σε ερώτησή μας σχετικά με τα ναυάγια που ακόμα μένουν ανεξερεύνητα στη χώρα μας, ο Κώστας Νιζάμης εξέφρασε με παράπονο πως «έχω ασχοληθεί με αρκετά και ξακουστά ναυάγια στη χώρα μας, αλλά υπάρχουν πάρα πολλά ακόμα από διάφορες περιόδους, τα οποία είναι κομμάτι της Ιστορίας μας και πρέπει να τα ανασύρουμε κάποια στιγμή».