Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδας εκφράζει τη βαθιά θλίψη του Ελληνικού Εβραϊσμού, γιατί με το θάνατο της Εσθήρ Κοέν, έσβησε μια ακόμη ζωντανή φωνή της μνήμης που αφύπνιζε την ανθρωπότητα ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στον αντισημιτισμό, ενάντια στην αδιαφορία, ενάντια στη λήθη του Ολοκαυτώματος.
Η Εσθήρ Κοέν, με τον αριθμό 77102, η τελευταία Γιαννιώτισσα επιζήσασα του Άουσβιτς, έφυγε από τη ζωή την 1η Δεκεμβρίου 2020, σε ηλικία 96 ετών. Η τραγική μαρτυρία της για τις συνθήκες εκτοπισμού της μαζί με τους 1.850 Εβραίους των Ιωαννίνων, για την απανθρωπιά που βίωσε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και θανάτου Μπίργκενάου και την περιπετειώδη επιβίωση και επιστροφή της στα Γιάννενα, έγινε ευρύτερα γνωστή το 2014, όταν ο τότε Πρόεδρος της Γερμανίας Γ. Γκάουκ, κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα και στα Ιωάννινα, υποκλίθηκε μπροστά της και ζήτησε συγνώμη εκ μέρους της χώρας του για τα δεινά που υπέστη εκείνη και οι Έλληνες Εβραίοι.
Η Εσθήρ Κοέν ήταν μία από τους 163 γιαννιωτοεβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος από τους συνολικά 1.850 Εβραίους που προπολεμικά αποτελούσαν την ανθούσα Κοινότητα των Ιωαννίνων. Από την 7μελή οικογένειά της, η Εσθήρ –μαζί με μια ξαδέλφη της- ήταν οι μόνες που κατάφεραν να γλυτώσουν και να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους. Η Εσθήρ Κοέν δεν ήταν μόνο μια δυναμική φωνή της ιστορίας του Ολοκαυτώματος, με θάρρος και σθένος κατήγγειλε την αδιαφορία των συμπολιτών της, «τις πόρτες που δεν άνοιξαν» και «τις κουρτίνες που κανείς δεν τράβηξε» την ημέρα της εκτόπισης, αλλά και την αρπαγή των εβραϊκών περιουσιών, και τις δυσκολίες της επιστροφής. Η Εσθήρ, η Στέλλα όπως ήταν γνωστή στα Γιάννενα, με αστείρευτη ψυχική δύναμη αναδημιούργησε τη ζωή της, εργάστηκε, έκανε οικογένεια, και στα γεράματά της, με το δικό της τρόπο, αφύπνισε συνειδήσεις και αποκατέστησε την ιστορία.
Το αίτημά της προς τον Γερμανό Πρόεδρο ήταν και παραμένει η ιερότερη παρακαταθήκη των επιζώντων του Ολοκαυτώματος στη νέα γενιά: «Παρακάλεσα τις διερμηνείς του να του πουν ότι το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν λεφτά να γραφτούν βιβλία για να διαβάζουν και να μαθαίνουν τα μικρά παιδιά ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα, γιατί δυστυχώς η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται».